Με σκοπό να μελετήσουμε τον ρόλο των μεσαιωνικών πόλεων στην ενδυνάμωση των γραμμάτων και των τεχνών στη Δύση την περίοδο 10ου – 14ου αιώνα, θα αναπτύξουμε το θέμα μελετώντας αρχικά το πως εξελίχθηκε ο φεουδαρχικός κόσμος κατά τη μέση περίοδο με την ανάπτυξη των πόλεων σε σχέση με την ύπαιθρο. Ακολούθως θα δούμε το αν και κατά πόσο η ανάπτυξη αυτή είχε σχέση με άλλους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας και αν αυτοί οδηγούνταν ή οδηγούσαν τις εξελίξεις στην εκπαίδευση. Τέλος θα διερευνήσουμε αν οι ίδιες οι πόλεις επηρέασαν την ανάπτυξη της παιδείας και ιδίως των πανεπιστημίων.
Ανάπτυξη των πόλεων
Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα παρατηρείται η εγκατάσταση λαών σε αγροτικές περιοχές και οπισθοδρόμηση της χρηματικής οικονομίας. Αυτό οδήγησε στην δημογραφική και οικονομική παρακμή των πόλεων, οι οποίες δεν ερήμωσαν εντελώς αλλά παρέμειναν κυρίως ως έδρες επισκόπων με τις αντίστοιχες περιοχές τα όρια της δικαιοδοσίας τους. (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 109)
Οι βελτιώσεις στην αγροκαλλιέργεια οδήγησαν σε δημιουργία πλεονάσματος τροφίμων που μπορούσαν να διατεθούν στην αγορά, και πλεόνασμα εργατικού δυναμικού που μπορούσε να μην ασχολείται πλέον με την καλλιέργεια και να ασχοληθεί με άλλες εργασίες.(Γκότσης & Συριάτου, σ. 45) Χάρη σε αυτό τον παράγοντα και στην επικράτηση της ειρήνης, από τον 11ο αιώνα και έπειτα υπάρχει πληθυσμιακή κινητικότητα από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. Ο πρώτος τύπος πόλης που επικράτησε ήταν αυτή που αποτελούσε επισκοπική έδρα, όπου ο επίσκοπος ήταν ο ηγέτης όλων. (ΛεΓκοφ σ. 190)
Ήδη από τον 10ο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ανάπτυξης των πόλεων, στην οποία παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού τους, ανάπτυξη του εμπορίου, και δημιουργία νέων κλάδων εργασίας και δυνατότητες απασχόλησης. Μετά τον 11ο αιώνα οι πόλεις αποκτούν γνωρίσματα αστικών συνοικισμών, με μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξή τους την καλή εμπορική και συγκοινωνιακή θέση τους. Θέλοντας οι ηγεμόνες να επωφεληθούν από το εμπόριο συνέβαλλαν στην ανάπτυξη με την προστασία των εμπόρων και γιορτές, ενώ από το 12ο αιώνα συνέβαλλαν αποφασιστικότερα με την παραχώρηση φορολογικών ελαφρύνσεων και προνομίων (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 110-112). Αυτά τα κίνητρα οδήγησαν πολλούς να εγκατασταθούν στις πόλεις, ενώ ακόμη και εξαρτώμενοι από άρχοντες (π.χ. δουλοπάροικοι) ελευθερώνονταν μετά από ένα χρόνο παραμονής σε μια πόλη. «Οι πόλεις ενσαρκώνουν την ουσία της Ευρώπης». Σε αυτές έγιναν οι βασικές ζυμώσεις του πληθυσμού, εγκαθιδρύθηκαν οι νέοι θεσμοί και εμφανίστηκαν οι νέες οικονομικές και πνευματικές εστίες. (ΛεΓκοφ σ. 185)
Στη διάρκεια του 11ου-12ου αιώνα η Ευρώπη γνώρισε δημογραφική άνοδο. Η αγροτική παραγωγή είχε αυξηθεί έτσι ώστε μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες των πόλεων. Η ζήτηση και η χρηματική οικονομία επέτρεψαν την παραγωγή για εμπορικούς σκοπούς πέρα από την αυτοκατανάλωση και η περίσσεια προσφορά εργασίας στις πόλεις επέτρεψε την παραγωγή βιοτεχνικών προϊόντων για τη διεθνή αγορά. (Nicholas, σ. 461-462). Οι πόλεις με τον αυξανόμενο αριθμό τους και το διαρκώς αναπτυσσόμενο εμπόριο, έκαναν κυρίαρχη την χρηματική οικονομία και στον αγροτικό χώρο και άλλαξαν τα περισσότερα χαρακτηριστικά της κρατικοπολιτικής οργάνωσης. (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 120) Οι ραγδαίες αλλαγές στις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις δημιούργησε πρακτικές εφαρμογές για τη μάθηση. Στο εμπόριο τα συμβόλαια από προφορικά άρχισαν να παίρνουν γραπτή μορφή, και επίσης η δημιουργική δραστηριότητα μετατοπίσθηκε από την ύπαιθρο στις πόλεις.
Εμπόριο, διοίκηση, και νέες δεξιότητες
Οι εμποροπανηγύρεις που γίνονταν στις πόλεις πλέον είχαν ως θεμελιακό στοιχείο τις χρηματικές ανταλλαγές. Παράλληλα χρησιμοποιούνταν συμβολαιογραφικά έγγραφα και γραμμάτια για τις οφειλές, που μπορούσαν να εξαργυρωθούν μελλοντικά, και αναπτύχθηκε εμπορικό δίκαιο μαζί με δικαστήρια που εκδίκαζαν επιτόπου τις διαφορές. Το διεθνές εμπόριο ανέπτυξε μηχανισμούς πίστωσης και τράπεζες, και μετοχικές εταιρίες (Nicholas, σ. 448-456). Για αυτό το είδος εμπορίου, χρειαζόταν γνώσεις λογιστικής, πρακτικής αριθμητικής, γραφής και ανάγνωσης. Η επάνοδος χρήσης του Ρωμαϊκού Δικαίου και η εκπαίδευση στις μεθόδους ερμηνείας του εισήγαγαν τον ορθολογισμό στην επιστήμη και στην διοικητική πρακτική. Η διοίκηση οργανώθηκε και οι υπάλληλοι ειδικεύονταν και επεξεργάζονταν έγγραφα, οπότε έπρεπε να έχουν ανάλογη παιδεία. Στις πόλεις ιδρύθηκαν αστικά σχολεία που αντιστοιχούν στη σημερινή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κατά τον 12ο αιώνα, με πολλαπλασιάστηκαν οι κατώτερες-βασικές σχολές με την υποστήριξη των αστών, και αναπτύχθηκαν ανώτατες σχολές.
Οι πόλεις διεκδίκησαν και πολλές φορές απέλαβαν ελευθερίες και προνόμια και κάποιο είδος αυτοδιοίκησης. Ένα σημαντικό στοιχείο των αυτοδιοικητικών θεσμών ήταν η προσφυγή σε νομομαθείς ανθρώπους που είχαν λάβει θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση σε αστικές σχολές και αργότερα στα πανεπιστήμια. Αυτό σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα καθεστώς γραπτής κωδικοποίησης των προηγουμένως προφορικών φεουδαλικών εθίμων, ανανέωση του ρωμαϊκού και κανονικού δικαίου και εξάπλωση της γραφειοκρατίας (ΛεΓκοφ σ. 196-197). Παράλληλα αναπτύχθηκε η φορολογία που επίσης χρειαζόταν αντίστοιχους δημόσιους λειτουργούς, ενώ και στις εμποροπανηγύρεις συστάθηκε ειδική αστυνομία που έλεγχε τη νομιμότητα των συναλλαγών. Το 12ο και 13ο αιώνα το εμπόριο οργανώθηκε γύρω από συμβόλαια και εταιρίες, και η χρηματική οικονομία έκανε τον πλανόδιο έμπορο να παραχωρήσει τη θέση του στον αστό. Ο τελευταίος διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του με λογιστές, αντιπροσώπους και γενικά υπαλλήλους που χρειάζονταν διάφορα ήδη κατάρτισης. (ΛεΓκοφ σ. 211) Η παιδεία πέρα από τους θρησκευτικούς στόχους ήταν πλέον πρακτική αναγκαιότητα.
Ανάγκες μόρφωσης
Στα τέλη του 12ου αιώνα υπάρχουν δυο κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα, η φεουδαρχική αγροτική κοινωνία και ο αστικός κόσμος με διαφορετική κοινωνική και πολιτική δομή, και νοοτροπία. Ωστόσο ο κόσμος παρέμενε κυρίως αγροτικός με το σύνολο του αστικού πληθυσμού στην Ευρώπη να κυμαίνεται στο 10 με 15% και το πληθυσμό των πόλεων να είναι σχετικά μικρός (Gieysztor, 2003, σ. 306) Στον φεουδαρχικό κόσμο της υπαίθρου κυριαρχούσε η κάθετη ιεραρχική δομή, όπου, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ορίζονταν με βάση τις εύνοιες και τις υπηρεσίες μεταξύ των υποτελών και των αρχόντων. Στις πόλεις αναπτύχθηκε η οριζόντια διάταξη που βασίζονταν στην συνεργασία υπό ίσους όρους, μια νέα αντίληψη πάνω στην οποία αναπτύχθηκαν οι συντεχνίες, οι αδελφότητες και το πανεπιστήμιο, και τελικά οι ίδιες οι κοινότητες των πόλεων ως θεσμοί. (Cipolla, 1988, σ. 196)
Πλέον στις πόλεις, εκτός από τα σχολεία της Εκκλησίας ιδρύθηκαν σχολεία των συντεχνιών, στα οποία φοιτούσαν τα παιδιά των εμπόρων και βιοτεχνών, όπου μάθαιναν γραφή και ανάγνωση και βασική αριθμητική. Κάποιες συντεχνίες ίδρυσαν και σχολεία όπου πρόσφεραν εγκυκλοπαιδική ή επαγγελματική μόρφωση. Επίσης, σε μεγάλες πόλεις λειτουργούσαν σχολεία που διοικούνταν από τις αρχές της πόλης, τα λεγόμενα «λατινικά» ή «δημοτικά» σχολεία.. Αυτά τα σχολεία είχαν δασκάλους διορισμένους από το δημοτικό συμβούλιο, συχνά με δικό τους εποπτικό σύστημα και σχολικό κανονισμό (Reble, σ. 90).
Σε αυτά τα δευτεροβάθμια σχολεία, της εκκλησίας, των συντεχνιών, και τα δημοτικά, φοιτούσαν παιδιά εμπόρων και αστών, ενώ υπήρχαν και σχολεία γραφής και αριθμητικής και σχολεία της τέχνης της σύνταξης νομικών κειμένων, χρήσιμη σε εμπόρους. Πέραν αυτών υπήρχαν σχολεία ωδικής και ψαλτικής, καθώς και τα σχολεία της αυλής και των ιπποτών για τους ευγενείς και φεουδάρχες (Γκότσης & Συριάτου, σ. 47).
Οι ανώτερες σχολές εμφανίζονται και αναπτύσσονται από τον 12ο και κυρίως τον 13ο αιώνα με έναυσμα τις εκκλησιαστικές δραστηριότητες και πρωτοβουλίες. Η χρήση της λατινικής γλώσσας έκανε απαραίτητη την εκμάθησή της από τους κληρικούς, οπότε η εκκλησία αναγκάστηκε από νωρίς να ιδρύσει σχολές όπου οι νέοι κληρικοί διδάσκονταν το trivium και έπειτα το quadrivium, συνολικά δηλαδή τις «ελεύθερες τέχνες». Τα μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά τη μέση περίοδο ήταν μοναστικά και βρίσκονταν σε αγροτικές περιοχές. Στην ύστερη περίοδο πυρήνας της εκπαίδευσης ήταν οι επισκοπικές σχολές στις πόλεις της Βόρειας Ευρώπης και οι σχολές των δήμων στην Ιταλία.(Nicholas, σ. 468).
Η ανάπτυξη του εμπορίου και των επιχειρήσεων και η ανάπτυξη των πόλεων δημιούργησαν μια ώθηση για μάθηση σε νέους που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους για επαγγελματικούς-βιοποριστικούς σκοπούς. Οι περισσότεροι σπουδαστές ήταν γιοι εμπόρων που ήθελαν να μορφωθούν για την κοσμική τους καριέρα και όχι για να ακολουθήσουν το μοναστικό βίο. Όσο αναπτυσσόταν η χρηματική οικονομία τόσο περισσότερο έπρεπε να γνωρίζουν να εκτελούν μαθηματικές πράξεις.
Οι ηγεμόνες περνούσαν περισσότερο χρόνο στις έδρες τους αντί να μετακινούνται, και πλαισιώθηκαν από κρατικές υπηρεσίες με πολυάριθμους υπαλλήλους (Nicholas, σ. 468). Κάποια πανεπιστήμια ιδρύθηκαν από κοσμικές ή εκκλησιαστικές αρχές για συγκεκριμένους σκοπούς. Το πανεπιστήμιο της Νεάπολης ιδρύθηκε το 1224 από τον Γερμανό αυτοκράτορα για τη νομική κατάρτιση υπαλλήλων υπό την εποπτεία του. (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 124)
Όταν επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η αυτονομία των πανεπιστημίων, οι σχολές πρόσφεραν ανώτερης τάξης μαθήματα από καθηγητές με αναγνωρισμένα πτυχία που τους έδιναν το δικαίωμα να διδάξουν σε οποιαδήποτε άλλη σχολή και χώρα. Συνέπεια αυτού ήταν ότι άρχισαν να συρρέουν στα πανεπιστήμια φοιτητές από ξένες χώρες με σκοπό την απόκτηση πτυχίου που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν επαγγελματικά στην πατρίδα τους και αλλού (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 126). Εξαρχής είχε γίνει θέμα η κάλυψη των εξόδων φοιτητών και καθηγητών στα πανεπιστήμια, με την εκκλησία να έχει ορίσει ως δωρεάν την πανεπιστημιακή παιδεία. Οι κληρικοί καθηγητές κάλυπταν τις ανάγκες τους από τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, αλλά οι ιδιώτες κατάφεραν αν αναγνωριστεί η ανάγκη αμοιβής τους για την εργασία τους. Αυτή η αναγνώριση ικανοποίησε και τους εμπόρους που έβλεπαν σε αυτή και δικαιολόγηση του δικού τους κέρδους για την δική τους εργασία (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 130)
Οι φτωχοί φοιτητές είχαν υποστήριξη από την εκκλησία και λίγες υποτροφίες αλλά με τον καιρό περιορίστηκαν, ενώ οι λοιποί φοιτητές κάλυπταν τις δικές τους δαπάνες με εξαίρεση τα παιδιά των καθηγητών, οπότε στα τέλη του 14ου αιώνα παρατηρείται ο περιορισμός των φτωχών φοιτητών και η δημιουργία πανεπιστημιακών οικογενειών. Από το 14ο αιώνα, η ανάγκη να επιλύονται με τον καλύτερο τρόπο οι διάφορες νομικές διαφορές, οδήγησε στην αυξανόμενη σημασία των νομικών που εξέρχονταν από τα πανεπιστήμια. (Καραγιαννόπουλος, 2000, σ. 131)
Βιβλιογραφία
- Γκότσης Γ. – Συριάτου Α., Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Πάτρα, ΕΑΠ., 2001.
- Power E., Κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της δυτικής εκπαίδευσης, Πάτρα, ΕΑΠ, 2001.
- Γαγανάκης Κ., Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
- Berstein S. – Milza P, Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη 5ος-18ος αιώνας (τόμος Α), Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997.
- Duby, Georges, Μεσαιωνική Δύση: Κοινωνία και Ιδεολογία, ΕΜΝΕ 1988
- Le Goff, Jacques, Η Ευρώπη γεννήθηκε τον Μεσαίωνα, (Επιμ.) Α. Ελεφάντης – Α. Μαραγκάκη, Πόλις 2006
- Le Goff, Jacques, Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, Βάνιας 1993
- Nicholas, D. Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού κόσμου, ΜΙΕΤ 2000.
- Ράπτης Κ, Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο Αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα,1999.
- Reble, Albert, Ιστορία της Παιδαγωγικής, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1990.