Σε αυτή την εργασία θα ασχοληθούμε με την λυρική ποίηση και την πεζογραφία κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Θα παρατεθούν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των ειδών λογοτεχνίας και θα αναζητήσουμε την εικόνα του λογοτέχνη αναλύοντας δυο κείμενα, το Canzo En cest sonet coind’e leri … (Πάνω σ’ αυτό τον πρόσχαρο σκοπό…) του τροβαδούρου Ντανιέλ Αρνώ και τον πρόλογο του Ραμπελαί στον Γαργαντούα.
Η λυρική ποίηση εμφανίστηκε κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα . Κατά κανόνα είναι σύντομα ποιήματα στα οποία αναπτύχθηκαν νέες μορφές στιχουργικής καθώς ήδη μετά την Ύστερη Αρχαιότητα είχε εισέλθει το ζήτημα της μουσικότητας στον ποιητικό λόγο. Κύριο θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η λυρική ποίηση ήταν η έκφραση προσωπικών συναισθημάτων που απορρέουν από τον έρωτα. Συχνά ο ποιητής μιλά σε πρώτο πρόσωπο, υπονοώντας ότι τα συναισθήματα αυτά είναι δικά του.
Η λυρική ποίηση του Μεσαίωνα μιμούνταν συχνά την ελληνική και λατινική λυρική παράδοση και με την χρήση των ίδιων λογίων γλωσσών. Ωστόσο νέες μορφές εμφανίστηκαν στην ποίηση που γράφτηκε στις δημώδεις γλώσσες της εποχής, που αναπτύχθηκαν κυρίως σε φεουδαρχικό περιβάλλον.
Σπουδαία ανάπτυξη είχε η λυρική ποίηση που γράφτηκε στην γλώσσα του Οκ με κέντρο την Προβηγκία. Αυτή την έγραφαν και τραγουδούσαν οι τροβαδούροι, ποιητές και τραγουδιστές των φεουδαρχικών αυλών. Οι τροβαδούροι κινήθηκαν κυρίως γύρω από τις θεματικές της προσωπικής περιπέτειας, του «ευγενούς έρωτα», της εξιδανίκευσης των σχέσεων. Αλλά και αυτός ο έρωτας παίρνει συχνά διάφορες μορφές μέσα στην κλειστού νοήματος γραφή που ήταν μια από τις κατευθύνσεις της ποίησης των τροβαδούρων.1
Οι τροβαδούροι έγιναν αντικείμενο μιας νέας αντίληψης για τους ποιητές, αποσπώμενοι από τα καθιερωμένα και διεκδικώντας μια ποιητική αυτονομία και ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής. Έτσι δημιουργήθηκε μια μυθολογία γύρω από αυτούς, που εκφράστηκε με την ιστοριογραφική αποτύπωση του βίου τους.2
Η ποίηση των τροβαδούρων λειτούργησε ως πρότυπο για την ανάπτυξη της λυρικής ποίησης στην υπόλοιπη Ευρώπη με διάφορους τρόπους. Στην εξέλιξή της, η λυρική ποίηση αναπτύχθηκε σε αστικά πλαίσια με επιρροές από λατινικά κλασικά πρότυπα. Πλέον κυκλοφορούσε σε ατομικές και μη, ποιητικές συλλογές. Σημαντική σχολή αναπτύχθηκε στην Τοσκάνη που κατευθύνθηκε σε μια περισσότερο εξιδανικευτική τροπή, με σημαντικές μορφές τον Γκουίντο Καβαλκάντι και τον Δάντη. Η εξιδανικευμένη εικόνα του έρωτα και οι νέες στιχουργικές μορφές που εμφανίστηκαν εκεί, διαμέσου του Πετράρχη πέρασαν στην Αναγέννηση.3 Ο Πετράρχης ανέπτυξε μια νέα στιχουργική μορφή, το σονέτο, που διαδόθηκε σε όλη την Δυτική Ευρώπη. Μια άλλη κατεύθυνση της λυρικής ποίησης εκφράστηκε από τον Γάλλο ποιητή Φρανσουά Βιγιόν που καλλιέργησε άλλες φόρμες, με κύρια την μπαλάντα.
Σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα η έμμετρη έκφραση ήταν κυρίαρχη, με λίγα είδη πεζογραφίας να συνυπάρχουν παράλληλα. Οι βίοι αγίων είναι πολύ σημαντικοί αφού συνδέονται με την μετέπειτα εμφάνιση του διηγήματος και του μυθιστορήματος. Σε πεζό λόγο γράφονταν επίσης και ομάδες διδακτικών και ιστοριογραφικών κειμένων.
Σταδιακά ο έμμετρος λόγος έχανε δημοτικότητα σε σχέση με τον πεζό και εμφανίστηκαν νέες μορφές πεζογραφίας που δεν υπήρχαν κατά τον Μεσαίωνα. Το φαινόμενο σχετίζεται περισσότερο με τη μετάβαση από την φεουδαρχική στην αστική ζωή και ιδίως αντανακλώντας το πνεύμα του ουμανισμού. Μέσα από τις εθνικές γλώσσες εμφανίστηκαν νέα αφηγηματικά κείμενα με την μορφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων.
Το διήγημα, μικρής έκτασης και απλής δομής αφήγημα, το οποίο είχε την βάση του στα αφηγήματα της μεσαιωνικής διδακτικής γραμματείας, είχε ένα νέο ύφος και επιδίωκε πέρα από την ψυχαγωγία να καλλιεργήσει την τέχνη του λόγου.4 Το μυθιστόρημα ήταν ένα πεζογραφικό είδος με μεγαλύτερη έκταση και περισσότερο σύνθετη δομή. Προήλθε από την εξέλιξη παλαιότερων λογοτεχνικών ειδών, όπως η επική ποίηση, οι ιπποτικές μυθιστορίες και διάφορες μορφές της αρχαίας και της εκκλησιαστικής γραμματείας.
Τα δύο αυτά είδη ανέπτυξαν διαφορετικές τάσεις γλωσσικών και αφηγηματικών τρόπων και ύφους γραφής. Το διήγημα απέκτησε μια περισσότερο σφιχτή αφηγηματική δομή ενιαίας εντύπωσης στο σύνολό του, ενώ το μυθιστόρημα μια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη δομή που διαρθρώνεται με κλιμακώσεις.5
Ας εξετάσουμε τώρα τα κείμενα, ξεκινώντας με το ποίημα του Ντανιέλ Αρνώ. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι ένα ερωτικό ποίημα που απευθύνεται σε κάποια γυναίκα που δεν θα μπορέσει να έχει. Αυτό μας φέρνει στο νου την ιδέα του «ευγενούς έρωτα» των μεσαιωνικών μυθιστοριών. Όμως δεν είναι μόνο αυτό.
Ξεκινώντας το ποίημά του, ο Αρνώ στην πρώτη στροφή μας εξηγεί ότι το αντικείμενο του έρωτά του είναι η αφορμή για να γράψει ένα τραγούδι. Η πρόοδος που δείχνει ο ίδιος στην τέχνη του λόγου, οφείλεται στο ότι «υπηρετεί [την κυρά του] πιστά» (δεύτερη στροφή). Ήδη διαισθανόμαστε ότι η τέχνη δεν είναι σε χαμηλότερο επίπεδο εκτίμησης από την ίδια την γυναίκα.
Παρακάτω αρνείται τα μεγαλεία, προκειμένου να μείνει κοντά της. Λέει πως πονά και τρέμει για να μην τη χάσει, παρότι αυτή τον κρατά στην «ερημιά». Αυτός όμως δεν απαρνιέται τον έρωτά του αφού χάρη σε αυτόν φτιάχνει τραγούδια αγάπης. (έκτη στροφή). Τελικά η δημιουργία είναι αυτό που αγαπά περισσότερο.
Την τελευταία στροφή την κρατά για τον ίδιο. Μιλάει για τον εαυτό του, παρουσιάζοντάς τον ως κάποιον που προσπαθεί να πραγματοποιήσει το ακατόρθωτο, ενώ ήδη από τις πρώτες στροφές μας δείχνει πως θεωρεί ότι είναι καλός δημιουργός. Αυτό που αποζητά ίσως είναι η δόξα. Οι τροβαδούροι δεν περιλαμβάνονταν στις τάξεις που μπορούσαν να απολαύσουν την δόξα όπως αντίστοιχα την απολάμβαναν άλλοι, όπως οι ιππότες.6
Ο Αρνώ από την πρώτη στροφή του ποιήματός του, μας λέει ότι ταιριάζει, πελεκά και σκαλίζει τα λόγια του «μαστορικά». Σε όλες τις στροφές παρακάτω αναπαριστά το πως υποφέρει για την κυρά του, αλλά ουσιαστικά για χάρη της τέχνης. Σε αντίθεση με αυτόν, ο Ραμπελαί λέει πως τα «χρονικά» που «συνταίριαζε, δεν τα σκέφτηκε περισσότερο από αυτούς που μεθοκοπούσαν».7
Οι νεότεροι λογοτέχνες κατέκτησαν την δόξα μέσα στην κοινωνία και ήταν ταυτόχρονα διαχειριστές της.8 Η αποστροφή του Ραμπελαί προς το πάθος για την δόξα που έδειχναν σύγχρονοι και παλιότεροι από αυτόν λόγιοι, εκφράστηκε με την λοιδορία και την χλεύη εναντίον τους μέσα από ευφυολογήματα. Αυτό το χαρακτηριστικό δεν ήταν νέα πρακτική, αλλά πηγάζοντας από τον Μεσαίωνα έγινε στοιχείο της αναγεννησιακής και ουμανιστικής λόγιας έκφρασης.9
Ο Ραμπελαί δηλώνει ξεκάθαρα στον πρόλογο του Γαργαντούα ότι το μυθιστόρημά του είναι πολύ πιο σοβαρό από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ο ίδιος αναφέρει ότι «[…] τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται δεν είναι τόσο αστεία, όσο ο τίτλος που από πάνω άφηνε να διαφαίνεται». Γι’ αυτό και προετοιμάζει τους αναγνώστες, λέγοντας ότι το ωφέλιμο περιεχόμενο είναι κρυμμένο ή όπως παρομοιάζει ο ίδιος, κλεισμένο μέσα σε ένα άσχημο κουτί ή ως μεδούλι μέσα σε ένα κόκαλο το οποίο θα πρέπει οι ίδιοι να προσπαθήσουν να ανοίξουν για να το ανακαλύψουν.
Προϊδεάζει ρητά για τον φιλόδοξο διδακτικό περιεχόμενο του Γαργαντούα:
«[…] θα σας αποκαλύψει μεγάλα μυστικά και μυστήρια φρικτά, σχετικά τόσο με τη θρησκεία μας, όσο και με την πολιτική κατάσταση και την οικονομική ζωή.»
Όπως όμως λέει ο Άουερμπαχ, επιδίωξη του Ραμπελαί δεν είναι να διαφωτίσει τον αναγνώστη με συγκεκριμένο τρόπο παραθέτοντάς του τον δικό του τρόπο θεώρηση των πραγμάτων. Σκοπός του Ραμπελαί είναι να απελευθερώσει την σκέψη του αναγνώστη, επιτρέποντάς του να σχηματίσει μια άλλη δική του θεώρηση, συνομιλώντας ο ίδιος με την φύση και αναλύοντας κάθε φαινόμενο.10
Η ευφυολογία και ο χυδαίος λόγος που χρησιμοποιεί συνδυάζονται με εκτεταμένα δείγματα ευρυμάθειας και μέσα από τις ιστορίες του βγαίνουν φιλοσοφικά και ηθικά διδάγματα χωρίς απαραίτητα να απολαμβάνουν μεγαλύτερο κύρος με αυτό τον τρόπο. Σύμφωνα με τον Άουερμπαχ, το έργο του Ραμπελαί μπορεί να φαίνεται λαϊκό αλλά στην πραγματικότητα απευθυνόταν σε μια μορφωμένη κοινωνική τάξη.11
Επιστρέφοντας στον Ύστερο Μεσαίωνα, μπορούμε να θυμηθούμε τον Αρνώ και ότι εκεί δεν υπήρχε κανένας διδακτικός χαρακτήρας στο ποίημά του, όπως άλλωστε και γενικότερα στην λυρική ποίηση. Άμεσος σκοπός της ποίησης ήταν η τέρψη αυτών που την απολάμβαναν, αλλά και έμμεσος η προσωπική ικανοποίηση του τεχνίτη του λόγου για το έργο του. Περνώντας στην Αναγέννηση, το ουμανιστικό ρεύμα αγκαλιάζει τις τέχνες του λόγου, επιτρέπει στους λογοτέχνες να αναζητήσουν την δόξα αλλά και να την χλευάσουν μπροστά σε άλλες ουμανιστικές αξίες όπως η απελευθέρωση και η εξύψωση του ανθρώπινου πνεύματος. Τέτοια χαρακτηριστικά βλέπουμε στο κείμενο του Ραμπελαί όπου περιφρονεί την «λαδίλα» των ποιητών που πασχίζουν πολύ με τον λόγο, δίνοντας βάρος περισσότερο στον ωφέλιμο περιεχόμενο του έργου του που είναι ντυμένο με ψυχαγωγική μορφή.
Κλείνοντας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο μεσαιωνικός τροβαδούρος έβλεπε στον εαυτό του ένα τεχνίτη του λόγου, αφιερωμένο στην τέχνη του. Δημιουργεί για την χαρά της δημιουργίας και για τίποτε άλλο έξω από την τέχνη. Μέσα από το πνεύμα του ουμανισμού, ο λογοτέχνης δεν είναι πια ένας δημιουργός κειμένων, αλλά ένα σκεπτόμενο άτομο που προσπαθεί να δώσει στον κόσμο κάτι περισσότερο από τέρψη. Προσπαθεί να είναι χρήσιμος στον κόσμο.
Παραπομπές
- Βάρσος Γιώργος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, Β’ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 135. ↩︎
- Βάρσος, ό.π., σ. 137. ↩︎
- Βάρσος, ό.π., σ. 185-186. ↩︎
- Βάρσος, ό.π., σ. 204. ↩︎
- Βάρσος, ό.π., σ. 207. ↩︎
- Μπούρκχαρτ Γιάκομπ, «Το μοντέρνο κλέος», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 49. ↩︎
- Ραμπελαί Φρανσουά, «Πρόλογος του συγγραφέα στον Γαργαντούα», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 63. ↩︎
- Μπούρκχαρτ Γιάκομπ, ό.π., σ. 50. ↩︎
- Βάρσος, ό.π., σ. 163-164. ↩︎
- Άουερμπαχ Έριχ, «Ο κόσμος στο στόμα του Πανταγκρυέλ», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 66-67. ↩︎
- Άουερμπαχ, ό.π., σ. 69. ↩︎
Βιβλιογραφία
- Άουερμπαχ Έριχ, «Ο κόσμος στο στόμα του Πανταγκρυέλ», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 66-69.
- Αρνώ Ντανιέλ, «Canzo», Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σσ. 22-24
- Μπούρκχαρτ Γιάκομπ, «Το μοντέρνο κλέος», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 49-52.
- Ραμπελαί Φρανσουά, «Πρόλογος του συγγραφέα στον Γαργαντούα», Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σ. 61-65.
- Βάρσος Γιώργος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αιώνα, Β’ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα, 2008