Εξέλιξη των Φεντεραλιστικών Ιδεών στην Ευρώπη και η Διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο καταλύτης για ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για Ευρωπαϊκή ενότητα. Συνεισέφερε σε επιχειρήματα ότι ο εθνικισμός που προήγαγε τον πόλεμο, δυσφήμισε και χρεοκόπησε το ανεξάρτητο εθνικό κράτος ως το θεμέλιο της πολιτικής οργάνωσης και διεθνούς τάξης, και θα έπρεπε να βρεθεί ένας αντικαταστάτης του. Τέτοιες ιδέες είχαν εκφραστεί στην πολιτική σκέψη του Ιταλού φεντεραλιστή Αλτιέρο Σπινέλλι, που παρουσίασε ένα σχέδιο για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ως μια προτεραιότητα για την μεταπολεμική ειρήνη. Τα επιχειρήματά του βρήκαν ισχυρή υποστήριξη ανάμεσα στα εθνικά αντιστασιακά κινήματα. Ωστόσο οι νέες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έδωσαν μικρή προτεραιότητα στην Ευρωπαϊκή ενότητα, επικεντρωμένες κυρίως σε θέματα εθνικής οικονομικής ανοικοδόμησης. Αλλά για διάφορους λόγους, οι φεντεραλιστικές ιδέες ακούγονταν περισσότερο από ότι στον μεσοπόλεμο, ενισχύοντας την πιθανότητα και όραμα για να διατηρηθούν στο προσκήνιο των Ευρωπαϊκών υποθέσεων.

Ένας σημαντικός παράγοντας ήταν το διεθνές πολιτικό κλίμα. Η διαίρεση της Ευρώπης σε Ανατολική και Δυτική μετά το 1945 και ο επακόλουθος Ψυχρός Πόλεμος ενίσχυσε τον φόβο της Δυτικής Ευρώπης για τις εύθραυστες άμυνές της απέναντι σε εδαφικές επεκτάσεις της ΕΣΣΔ. Ο επακόλουθος ιδεολογικός διπολισμός βοήθησε στον προσδιορισμό της Δυτικής Ευρώπης ως μιας οντότητας με κοινά ενδιαφέροντα. Η αλλαγής διάθεσης βοηθήθηκε από την γενική ανησυχία για την επισφαλή κατάσταση των εθνικών οικονομιών, μια ανησυχία που οδήγησε στη διαπίστωση ότι η οικονομική ανοικοδόμηση απαιτούσε ταυτόχρονα εξωτερική βοήθεια από τις ΗΠΑ και συνεργασία για την ανάπτυξη και το εμπόριο σε όλα τα Δυτικοευρωπαϊκά κράτη.

Θεωρείται ότι την πρωτοβουλία για στενότερη συνεργασία στην Δυτική Ευρώπη θα αναλάμβανε λόγω του ρόλου του στον πόλεμο το Ηνωμένο Βασίλειο και με την Γερμανία καταρακωμένη και υπό στρατιωτική κατοχή, στον πυρήνα της ευρωπαϊκής οργάνωσης θα βρισκόταν μια Βρετανογαλλική συμμαχία. Ωστόσο οι αρχικές κινήσεις από τις κυβερνήσεις για συνεργασία ήταν περιορισμένου σκοπού, με την απόφαση των κυβερνήσεων των κάτω χωρών για τελωνειακή ένωση της Benelux να είναι μια εξαίρεση. Όσο οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονταν για αμυντικές συμφωνίες δεν έκαναν περισσότερα από το να κατευθύνονται σε τυπικές συνθήκες αμοιβαίας βοήθειας. Οι πρώτες σχετικές συμφωνίες ήταν η Συνθήκη της Δουνκέρκης το 1947 μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας, και το 1948 η επέκτασή της με τη Συνθήκη των Βρυξελλών που συμπεριέλαβε τις Κάτω Χώρες και ήταν η βάση για τη μετέπειτα Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση. Αν και αυτές οι συνθήκες μιλούσαν για οικονομική και πολιτιστική συνεργασία ως στόχους, ήταν κυρίως συμμαχίες αμοιβαίας αμυντικής βοήθειας, που εστίαζαν σε πιθανή μελλοντική Γερμανική επιθετικότητα.

Με τον Ψυχρό Πόλεμο σε εξέλιξη το 1948, ο φόβος από τα γεγονότα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη βοήθησε να εδραιωθεί η συνεργασία μεταξύ Δυτικής Ευρώπης και ΗΠΑ, με τον σχηματισμό του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ ήταν επακόλουθο του προγράμματος Αμερικανικής βοήθειας που περιγράφηκε από το Δόγμα Τρούμαν το 1947. Παρείχε ένα αμυντικό πέπλο πίσω από το οποίο η Δυτική Ευρώπη μπορούσε ελεύθερα να εξετάσει και να αναπτύξει τις πολιτικές τις δυνατότητες χωρίς να χρειάζεται να ξοδεύει πόρους για τη στρατιωτική της άμυνα. Παράλληλα, οι ΗΠΑ που ήταν οι ίδιες μια ομοσπονδία, δεν έβλεπαν κάτι προβληματικό στη στενότερη ενοποίηση της Δυτικής Ευρώπης. Η Αμερικανική υποστήριξη ήταν ευπρόσδεκτη από τις δύο ηγετικές χώρες, το Ηνωμένη Βασίλειο και τη Γαλλία. Αλλά ενώ αναμενόταν να είναι στην πρώτη γραμμή του Ευρωπαϊκού μέλλοντος, καμία από τις δύο δεν προσδοκούσε ριζοσπαστική αναδιοργάνωση.  Στη Γαλλική πολιτική κυριαρχούσε η ανάγκη να κρατήσει τη Γερμανία αδύναμη και να ελέγχει το μέλλον της, κάτι που ικανοποιούνταν από τη στρατιωτική κατοχή της χώρας μετά το 1945. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν καχύποπτο απέναντι σε οποιαδήποτε στενή συνεργασία που μπορεί να υποβάθμιζε την εθνική κυριαρχία της και την ελευθερία να δρα ανεξάρτητα.

Επάνω σε αυτό το υπόβαθρο οι πρωταγωνιστές για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη ξεκίνησαν να λαμβάνουν υποστήριξη από ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό σημαντικών πολιτικών από διάφορες χώρες. Σύντομα, το κύριο θέμα δεν ήταν αν θα έπρεπε να γίνει ενοποίηση, αλλά ποια μορφή θα έπρεπε να έχει. Οι κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα σχημάτισαν απόψεις πάνω στο ερώτημα αν θα έπρεπε να υπάρχει μόνο εντατική διακυβερνητική συνεργασία μέσω συνθηκών και συμφωνιών, ή κάτι βαθύτερο που θα είχε υπερεθνικό χαρακτήρα και θα περιόριζε την εθνική κυριαρχία, άποψη που υποστήριζαν οι φεντεραλιστές. Αυτό ήταν το κύριο ζήτημα στο Συνέδριο της Χάγης (Συνέδριο της Ευρώπης) το 1948, που οδήγησε στον ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1949.

Παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις, στο οικονομικό επίπεδο υπήρχε δραστηριότητα με το Σχέδιο Μάρσαλ (Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανοικοδόμησης). Κύριο μέρος του Σχεδίου ήταν η προσφορά οικονομικής βοήθειας στην Ευρώπη. Η βοήθεια, ωστόσο, προϋπέθετε το να είναι η διαχείριση του προγράμματος αρωγής να είναι συλλογικό, με σκοπό να μεγιστοποιηθούν τα ωφέλη του. Οι ΗΠΑ επιπλέον επέμεναν ότι οι Ευρωπαίοι που συμμετείχαν στο πρόγραμμα θα έπρεπε να αποφασίσουν οι ίδιοι για το πως θα διανέμεται η βοήθεια ανάμεσα στις εμπλεκόμενες χώρες. Αυτός ήταν ο σκοπός του ΟΕΟΣ, που ιδρύθηκε το 1948. Ο ΟΕΟΣ εστίαζε κυρίως σε μακροοικονομική συνεργασία και συντονισμό. Όπως και το Συμβούλιο της Ευρώπης, ήταν διακυβερνητικής φύσης, και μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με πλήρη συναίνεση των μελών του. Και οι δύο οργανισμοί, ωστόσο, είχαν κάποιους μόνιμους θεσμούς για να μπορούν να ενεργούν ικανοποιητικά. Αν και περιορισμένου σκοπού και δεσμευμένων πάρα πολύ στην αρχή της εθελοντικής συνεργασίας, και οι δύο αντανακλούσαν την αναπτυσσόμενη συνειδητοποίηση στην Δυτική Ευρώπη για την αλληλεξάρτηση των χωρών, και ότι αυτές οι χώρες, ειδικά με το υπόβαθρο του Ψυχρού Πολέμου, θα ευδοκιμούσαν ή θα αποτύγχαναν μαζί. Πάντως, και οι δύο οργανισμοί, ως προς τον βαθμό ενοποίησης και περιορισμών της εθνικής κυριαρχίας, λειτουργούσαν στη βάση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή της διακυβερνητικής συνεργασίας. Παρότι αυτό ξεκάθαρα συμβάδιζε με τις ανάγκες κάποιων χωρών και κυβερνήσεων, ήταν μια κατάσταση που δεν ικανοποιούσε όσους πίστευαν στην ανάγκη για μια ένωση.

Προκειμένου να γίνει πολιτικός στόχος η ένωση χρειαζόταν ένας διαφορετικός δρόμος, και οι φεντεραλιστές χρειάστηκε να αντιληφθούν ότι ένας τέτοιος δρόμος θα ήταν αποδεχτός μόνο από λίγες χώρες. Η ριζοσπαστική ανακατεύθυνση της προσπάθειας προήλθε από τον Γάλλο υπουργό εξωτερικών Ρομπέρ Σουμάν, που τον Μάιο του 1950 πρότεινε μια κοινοπραξία για την διαχείριση του άνθρακα και χάλυβα. Το Σχέδιο Σουμάν ήταν αυτό που οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα του 1951, ως τον πρώτο δυτικοευρωπαϊκό οργανισμό που περιλάμβανε ένα βαθμό παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας σε μια υπερεθνική αρχή.

Αυτό το σχέδιο προτάθηκε, σχεδιάστηκε και έγινε πραγματικότητα χάρη στο συνδυασμό διάφορων περιστάσεων. Είχε ένα άμεσα αναγνωρίσιμο στόχο, που το έκανε περισσότερο αποδεκτό στους παλιότερους πολιτικούς από μια στιγμιαία ομοσπονδιακή ένωση, όσο και αν υποστήριζαν εντατική ενοποίηση. Το Σχέδιο παρουσιάστηκε από τον Σουμάν, αλλά ο εμπνευστής του Σχεδίου ήταν ο Ζαν Μονέ (Henig :31). Ο οι εμπειρίες του στην Κοινωνία των Εθνών μετά τον ΑΠΠ, και από την ηγεσία του εθνικού οικονομικού σχεδιασμού της Γαλλίας μετά το 1945, του επιβεβαίωσαν ότι η μακροπρόθεσμη προοπτική για οικονομική ανάπτυξη θα επιτυγχανόταν καλύτερα σε Ευρωπαϊκό αντί εθνικό επίπεδο, και ότι ο δρόμος για την πολιτική ενοποίηση ήταν μακρύς και αναπόφευκτα διαμέσου των οικονομικών. Ο Μονέ επίσης υποστήριζε ότι η ειρήνη και η σταθερότητα στην Ευρώπη θα ερχόταν μόνο με την επαναπροσέγγιση των δύο ιστορικών αντιπάλων, της Γαλλίας και Γερμανίας. Για τον Μονέ, οι δυο χώρες θα έπρεπε να αποτελέσουν τον πυρήνα οποιουδήποτε ενοποιητικού θεσμού. Αυτές ήταν οι απόψεις που ανικατοπτρίζονταν στο Σχέδιο του Σουμάν

Οι σχέσεις Δύσης και Ανατολής ήταν στο χειρότερο σημείο το 1948, και μια συνέπεια ήταν η απόφαση των ΗΠΑ, με την υποστήριξη του ΗΒ και της διστακτικής Γαλλίας να ιδρύσουν ένα Γερμανικό κράτος στα όρια των γερμανικών ζωνών στρατιωτικής κατοχής, την ανεξάρτητη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το  1949, κάτι που επηρέασε τον στρατηγικό πολιτικό σχεδιασμό της Γαλλίας. Επιπρόσθετα η ίδρυση της Διεθνούς Αρχής του Ρουρ τον Απρίλιο 1949 για να επιβλέπει την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα της κύριας βιομηχανικής περιοχής της Δυτικής Γερμανίας δεν ικανοποίησε κανένα.

 Το 1950 με την Αρχή του Ρουρ να μην επιτυγχάνει πολλά, οι ιδέες του Μονέ πρόσφεραν διέξοδο στη Γαλλία, τη στιγμή που η νέα Δυτική Γερμανία ήταν πολιτικά αδύναμη και επιρρεπής σε εξωτερικές επιρροές. Η πρόταση του Σουμάν ήταν ελκυστική και για τον Κόνραντ Αντενάουερ ως βασικό στοιχείο στην πολιτική του να συνδέσει τη Γερμανία με την Δυτική Ευρώπη, πολιτικά, οικονομικά, και στρατιωτικά. Με τέτοιες συνεργασίες πίστευε ότι θα έπειθε τους γείτονές της ότι η Δυτική Γερμανία είχε εγκαταλείψει τον επιθετικό εθνικισμό του παρελθόντος. Από την πλευρά της Γαλλίας, ο άνθρακας και χάλυβας στην περισσότερο βιομηχανική περιοχής της Ευρώπης, την κοιλάδα του Ρουρ, ήταν η εμμονή της ήδη από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Glencross 2009: 76).

Είναι σημαντικό ότι η πρόταση του Σουμάν για την κοινοπραξία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας για τον άνθρακα και χάλυβα, απευθυνόταν και σε όποια άλλη χώρα το επιθυμούσε, και έκανε ξεκάθαρο ότι θα δημιουργούνταν ακόμη και αν συμμετείχαν έστω και μόνο δύο χώρες. 

Κατ’ αυτό τον τρόπο η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα ήταν το προϊόν ενός συνδυασμού ενωσιακών ιδεών, εθνικής ιδιοτέλειας, και διεθνών περιστάσεων. Παρότι η πρόσκληση για συμμετοχή απευθυνόταν σε όλες τις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, μόνο τέσσερις ακόμη χώρες (Βέλγιο, Ιταλία, Λουξεμβούργο, και Ολλανδία) μπόρεσαν να αποδεχτούν την υπερεθνική αρχή της ΕΚΑΧ. 

Όσο οι άλλες χώρες και οι φεντεραλιστές περίμεναν το Ηνωμένο Βασίλειο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο, η Βρετανική διάθεση για οτιδήποτε πέρα από διακυβερνητική συνεργασία μεταξύ ανεξαρτήτων κρατών ήταν αρνητική, κυμαινόμενη μεταξύ σκεπτικισμού και εχθρικότητας. Η Βρετανία δεν θέλησε να συμμετάσχει ούτε επί της αρχής, καθώς από τη δική της οπτική γωνία έβλεπε τη γεωπολιτική τη σημασία ως διαφορετική και στενά συσχετισμένη περισσότερο με τη συμμαχία με τις ΗΠΑ και ισχύ της ως πρώην Αυτοκρατορία. Πίστευε ότι είχε είχε ακόμη σημαντική επιρροή στο παγκόσμιο επίπεδο, δυσκολευόμενη να αντιληφθεί την αλλαγή συσχετισμών, την απώλεια ισχύος της από την αποαποικιοποίηση, την άνοδο της ισχύος των ΗΠΑ, και την πραγματική αλληλεξάρτησή της με τις χώρες της Ευρώπης. Οπότε θεωρούσε ότι ο ΟΕΟΣ και το ΝΑΤΟ ήταν αρκετά, και η συμμετοχή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης μια μικρή παραχώρηση χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο (Henig 2002: 30)

Η Βρετανία γενικά απέρριπτε κάθε ιδέα για υπερεθνικότητα, παρά τις θετικές απόψεις σημαντικών πολιτικών για μια Ενωμένη Ευρώπη. Έβλεπε σημαντικότερες τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οπότε προτιμούσε διμερής συνθήκες και θεσμούς όπως το ΝΑΤΟ. Η διατήρηση των σχέσων με τις ΗΠΑ έναντι μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας ήταν προτεραιότητα ακόμη και για τον Τσόρτσιλ που ο ίδιος είχε προηγουμένως απευθύνει έκκληση για την ίδρυση των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» (Barraclough 1983: 65).

Το Σχέδιο Σουμάν αφορούσε περισσότερα από τον άνθρακα και χάλυβα. Ο Σουμάν επισήμανε ότι θα έβαζε βάσεις οικονομικής ανάπτυξης ως πρώτο βήμα για την ένωση των Ευρωπαϊκών κρατών. Η οργανωτική δομή που υιοθέτησε η ΕΚΑΧ – που περιλάμβανε μια ανώτατη δικαστική αρχή- έγινε πρότυπο για μελλοντικές εξελίξεις. Ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε υπερεθνικές και διακυβερνητικές αρχές, τέτοιος που οδήγησε στην εδραίωση του λειτουργισμού στη φιλοσοφία οικοδόμησης αυτών των θεσμών (Glencross 2009: 76). Μια φιλοσοφία της οποίας οπαδός ήταν και ο Μονέ, κάτι διαφαίνεται και στη διακήρυξη του Σουμάν όπου απορρίπτεται σιωπηρά ένα συνταγματικό πλαίσιο και επικεντρώνεται σε ένα περιορισμένα, αλλά αποφασιστικής σημασίας σημείο»  (Henig 2002:32).

Βιβλιογραφία

  • Barraclough, Geoffrey 1983. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενότητας. Θεωρία και Πράξη. Χασιώτης Ι.Κ. (επιμ.). Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
  • Glencross, Andrew 2009. What Makes the EU Viable? European Integration in the Light of the Antebellum US Experience. Palgrave Macmillan.
  • Henig, Stanley 2002. Η Ενοποίηση της Ευρώπης. Από τη Διχόνοια στην Ομόνοια. Μτρφ. Λάμπου Δ., Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα.
  • Κ. Λάβδας 2001. Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα.
  • Χατζηβασιλείου, Ε. (2001). Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου. Αθήνα : Πατάκης.
  • Θ. Χριστοδουλίδης 2004. Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα: Ιστορική Διαδρομή του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος 1923-2004. Σιδέρης, Αθήνα
Περίληψη
Created by Alex Volkov