Civitas Constantini (η Κωνσταντίνου πόλις)

Η Ρώμη, η οποία είχε δημιουργήσει την Αυτοκρατορία, ήταν σε παρακμή και η οικονομική ηγεσία της Αυτοκρατορίας είχε μετατοπισθεί προς την Ανατολή. Επίσης από την Ανατολή είχε προέλθει η εθιμοτυπία της εξάρσεως του Αυτοκράτορα ως θείας προσωπικότητας, κάτι που ήταν γόνιμο έδαφος για το είδος της απολυταρχίας που είχε κληροδοτηθεί από τον Αυρηλιανό και τον Διοκλητιανό. Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από την Ρώμη στην Ανατολή, μακριά από το δημοκρατικό πνεύμα που παρέμενε ζωντανό στη Ρώμη. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος όταν αποφάσισε να ιδρύσει νέα πρωτεύουσα αρχικά εξέτασε την περίπτωση της Ναϊσσού, της Σαρδικής, της Θεσσαλονίκης, αλλά κυρίως της Τροίας, όπου είχε ξεκινήσει την χάραξη των ορίων μιας νέας πόλης.1

Οι Αυτοκράτορες της Ρώμης προσπαθούσαν να δώσουν την εντύπωση ότι ήταν πολίτες που ανέβηκαν στο θρόνο με τη θέληση του λαού. Αντίθετα ο Κωνσταντίνος εδραίωσε μια αυτοκρατορία, με όλες τις εξουσίες και τα μεγαλεία του αυτοκράτορα, σαν κοσμικός αρχηγός αλλά και εκπρόσωπος του Θεού στη Γη. Η αντίληψη ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης ήταν ο ανώτερος άρχοντας στη γή διατηρήθηκε μέχρι τον διαχωρισμό της Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική.2

Η απόφαση του Κωνσταντίνου να εγκαταλείψει την Ρώμη είχε και προσωπικά κίνητρα, καθώς είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από την αρχαία θρησκεία και να στρέφεται στο Χριστιανισμό.3 Η Ρώμη ήταν βαθιά συνδεδεμένη με την παλιά παγανιστική θρησκεία, ιδίως στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Ο Κωνσταντίνος μετά τη στροφή προς τον Χριστιανισμό, μπορούσε να βρει στην Ανατολή περισσότερο χριστιανικό πληθυσμό, οικονομικούς πόρους και ανώτερη πολιτιστική στάθμη.4 Όταν ο Κωνσταντίνος έλαβε την απόφαση να ιδρύσει τη νέα πρωτεύουσα στο Βυζάντιο, οι Εκκλησίες της Ανατολής αποτελούσαν ισχυρό διοικητικό οργανισμό με σπουδαία πνευματική ακτινοβολία.5

Ο Κωνσταντίνος επέλεξε πόλη γειτονική προς την Νικομήδεια, την πρώην πρωτεύουσα της Ανατολής, αλλά σε πολύ καλύτερη τοποθεσία. Το Βυζάντιο, βρισκόμενο μεταξύ Μικράς Ασίας και Ευρώπης, και μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης Θάλασσας, μπορούσε να ελέγχει το εμπόριο προς κάθε κατεύθυνση.6 Η πόλη βρισκόταν κοντύτερα προς τα ανατολικά σύνορα τα οποία δέχονταν την πίεση βαρβάρων που περνούσαν το Δούναβη αλλά και των Περσών από ανατολικά Επίσης η αμυντική της θέση ήταν σχεδόν απόρθητη με τις δυο πλευρές του προς την θάλασσα και περιορισμένο χερσαίο μέτωπο, εύκολο να οχυρωθεί.

Το Βυζάντιο στην αρχαιότητα, παρά την στρατηγική θέση του, σπάνια θεωρούνταν σπουδαία πόλη. Είχε ιδρυθεί τον 7ο αιώνα π.Χ. από τους Μεγαρέους. Το 196 καταλήφθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Ο Σεπτίμιος Σεβήρος την ανέγειρε ξανά και την επέκτεινε, στολίζοντάς την με μια μεγάλη οδό με στοές, θέατρο, ιππόδρομο, παλάτια και λουτρά.7

Το Βυζάντιο είχε χτισθεί κυρίως επί δύο λόφων στο άκρο της χερσονήσου και τα τείχη του περιέκλειαν την περιοχή που περιλαμβάνει σήμερα τα ανάκτορα και την Αγία Σοφία. Το 324 ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει τη νέα πρωτεύουσα στη θέση του Βυζαντίου. 8 Νοεμβρίου 324 έγινε η τελετή θεμελίωσης. Η κατασκευή των βασικών κτηρίων άρχισε το 325 Επεξέτεινε την πόλη και ανέγειρε νέο τείχος 4 χλμ προς το εσωτερικό της χώρας και επέκτεινε και τα θαλάσσια τείχη, κάτι που πενταπλασίασε την έκταση της πόλης. Ο Κωνσταντίνος επεδίωξε την ανύψωση της νέας πρωτεύουσας στην τάξη της παλιάς τόσο από άποψη θεσμών όσο και καλλιτεχνικής εμφάνισης. Ονόμασε τη νέα πρωτεύουσα “Κωνσταντινούπολη”, αν και αναφερόταν κάποιες φορές και ως “Νέα Ρώμη”.8 Για το τελευταίο εξέδωσε και νόμο ο οποίος χαράχτηκε σε πέτρινη κολόνα που τοποθετήθηκε με δημόσια τελετή στο Στρατηγείο δίπλα στον έφιππο αδριάντα του, όπως αναφέρει ο Σωκράτης Σχολαστικός. Κατασκεύασε μεγαλοπρεπή δημόσια οικοδομήματα και μετάφερε από ελληνικές πόλεις πολλά σπουδαία έργα τέχνης. Δημιούργησε πλατείες, επέκτεινες τις οδούς με στοές, διεύρυνε το ιππόδρομο, έχτισε εκκλησίες και παλάτια, και έστησε κολώνα με άγαλμά του με τη μορφή Απόλλωνα που μεταφέρθηκε από τη Ρώμη.9

Η ανοικοδόμηση της πόλης την έκανε ένα μεγάλο εργοτάξιο για ενάμιση αιώνα. Για να προσελκύσει πληθυσμό, υποχρέωσε τους μισθωτές αυτοκρατορικών γαιών στη Μικρά Ασία και τον Πόντο να χτίσουν σπίτια στην νέα πόλη, και χορήγησε στην Κωνσταντινούπολη το «ιταλιωτικό δίκαιο» (ius italicum) που απάλλασσε την περιοχή από φόρους που βάρυναν τις επαρχίες εκτός της Ιταλίας.39 Από το 332 έδωσε στον πληθυσμό της πόλης τη δωρεάν διανομή άρτου, όπως και στη Ρώμη.40

Η Κωνσταντινούπολη θεμελιώθηκε πάνω σε νέες πολεοδομικές βάσεις συνδυάζοντας αρχές που είχαν εξελιχθεί στη Ρώμη, με εκείνες που ίσχυαν στην Ανατολή, όπως π.χ. στην Παλμύρα.10 Η περιοχή μέσα από τα τείχη του Κωνσταντίνου περιλάμβανε επτά λόφους, όπως και η Ρώμη. Ενώ οι κεντρικοί δρόμοι έπρεπε να προσαρμοστούν σε γενικές γραμμές με το τριγωνικό σχήμα της χερσονήσου, όσο επιτρεπόταν από το έδαφος στις λεπτομέρειες έγινε μίμηση του ορθογώνιου συστήματος της Ρώμης.11 Τρεις λεωφόροι περιβαλλόμενοι από δεντροστοιχίες διέσχιζαν την πόλη από ανατολή προς δύση, από την άκρη του ακρωτηρίου ως τα εσωτερικά τείχη και διακλαδίζονταν σε σχήμα Υ. Η Μέση Οδός, διέσχιζε το κέντρο της πόλης ενώνοντας τις κύριες αγορές, που είχαν κτισθεί πάνω στους λόφους. Ξεκινούσε από το Μίλιον, στον πρώτο λόφο κοντά στην άκρη της χερσονήσου όπου βρίσκονταν το Αυγουσταίο, η Σύγκλητος, τα δικαστήρια, ο Ιππόδρομος, και η πύλη του αυτοκρατορικού ανακτόρου, το οποίο εκτεινόταν προς το νότο και την ανατολή μέχρι τη θάλασσα. Η Μέση Οδός έφτανε στη Αγορά του Ταύρου όπου διακλαδίζονταν σε δύο οδούς. Η νότια ακολουθούσε την παραλία της Προποντίδας και έφτανε στη Χρυσή Πύλη στην οποία κατέληγε η Εγνατία οδός. Η βόρεια ακολουθούσε τον Κεράτιο Κόλπο, το λιμάνι της πόλης και έφτανε στην πύλη Χαρισίου, προς την Αδριανούπολη. Οι τρεις λεωφόροι ήταν ευθύγραμμες, με υπονόμους, και η κατασκευή τους απαίτησε πολλά τεχνικά έργα εξαιτίας των λόφων.12

Τα σπίτια ήταν συγκεντρωμένα σε τετράγωνα που περιέκλειαν πλατείες με εκκλησίες. Πενήντα δρόμοι με στοές και περισσότερες από εκατό σκάλες ένωναν τα οικοδομικά τετράγωνα και τις κεντρικές οδούς της πόλης.13 Τα πλουσιότερα σπίτια ήταν διώροφα με τα ονόματα των ιδιοκτητών σκαλισμένα στον τοίχο που έβλεπε προς τον κεντρικό δρόμο. Ωστόσο οι εξωτερικές πλευρές μιας οικίας δεν ήταν πραγματικά η πρόσοψή της αφού τα παράθυρα έβλεπαν σε μια εσωτερική περιτοιχισμένη αυλή, με του βοηθητικούς χώρους, κήπους και πηγάδι ή στέρνα.

Από τον 5ο αιώνα εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ψηλότερα σπίτια, με εξωτερικά παράθυρα στους ψηλότερους ορόφους. Κανόνες ρύθμιζαν τις αποστάσεις των σπιτιών και τις διαστάσεις των μπαλκονιών τους, όπως και την υποχρέωση εφοδιασμού με νεροσωλήνες και αυλάκι για τα βρόχινα νερά.14

Για τους λόγους της καθημερινής κατανάλωσης νερού, υγιεινής, άνεσης και ψυχαγωγίας αλλά και δυνατότητες άμυνας, η ύδρευση της Κωνσταντινούπολης είχε εξασφαλιστεί από την αρχή με υδραγωγεία. Η παροχή νερού βασιζόταν σε ένα σύστημα σωληνώσεων που διοχέτευε νερό από πηγές βόρεια της πόλης. Σύντομα έγινε αντιληπτό ότι αυτή μπορούσε να κοπεί εύκολα κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας οπότε κατασκεύασαν μεγάλες υπόγειες δεξαμενές (“κινστέρνες”) όπου αποθήκευαν τεράστια αποθέματα νερού. Κάποιες από αυτές θεωρούνται αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, με μέγεθος και αναλογίες μεγάλων ναών.15

Όπως κάθε ρωμαϊκή πόλη και σε μίμηση της ίδιας της Ρώμης, η Κωνσταντινούπολη απέκτησε μνημεία και υποδομές, τόσο λειτουργικές όσο και για την δημιουργία μεγαλειώδους εντύπωσης. Η Μέση οδός ένωνε τα κυριότερα σημεία. Στο ανατολικό τη άκρο περνούσε από την Αγορά (Forum) του Κωνσταντίνου, όπου βρισκόταν η κολόνα με το άγαλμα του αυτοκράτορα, ακολούθως δίπλα από τον Ιππόδρομο, μπροστά στην είσοδο της Αγίας Σοφίας, στο Αυγουσταίο και κατέληγε στο Μίλιον. Το Μίλιον ήταν μια κολόνα στην αφετηρία της Μέσης λεωφόρου στην επιφάνεια της οποίας ήταν γραμμένες οι αποστάσεις διαφόρων περιοχών της Αυτοκρατορίας, όπως αντίστοιχη υπήρχε και στη Ρώμη.16

Ο Ιππόδρομος ήταν το κύριο εντευκτήριο των πολιτών, επίκεντρο της ζωής του αστικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, ασκώντας στο λαό έλξη και επίδραση μεγαλύτερη και από τα ανάκτορα και την Αγία Σοφία. Φιλοξενούσε όχι μόνο τις αρματοδρομίες, αλλά και πολιτικές συγκεντρώσεις, εκτελέσεις καταδίκων και στρατιωτικούς θριάμβους. Ο πρώτος ιππόδρομος της πόλης είχε γίνει τον 3ο αιώνα αλλά ανακαινίσθηκε από τον Κωνσταντίνο. Μπορούσε να φιλοξενήσει 40.000 θεατές και ήταν αντίγραφο του Circus Maximus της Ρώμης.17 Στο κέντρο του Ιπποδρόμου υπήρχε μια σειρά από μνημεία που σχημάτιζαν φράγμα και ανάμεσά τους υπήρχαν η σπειροειδής κολώνα για τη Μάχη των Πλαταιών, που μεταφέρθηκε από τους Δελφούς, αλλά και ένας αιγυπτιακός οβελίσκος που εγκατέστησε αργότερα ο Θεοδόσιος Α΄.18

Το Αυγουσταίο η κεντρική πλατεία της πόλης και την ονόμασε Αυγουσταίο προς τιμή της μητέρας του Αυγούστας Ελένης ήταν το κέντρο πολιτικής και στρατιωτικής δραστηριότητας. Η Αγορά του Κωνσταντίνου, στον δεύτερο λόφο 2 χλμ δυτικότερα, με την στήλη του αυτοκράτορα, ήταν το εμπορικό κέντρο της πόλης. Το πρώτο λατρευτικό οικοδόμημα που έχτισε ο Κωνσταντίνος στην Νέα Ρώμη ήταν αφιερωμένο στην του Θεού Σοφία, και το δεύτερο ήταν ο ναός της Αγίας Ειρήνης.19 Μετέπειτα αυτοκράτορες έχτισαν νέες Αγορές, σύμφωνα με την ανάπτυξη της πόλης.

Για την οχύρωση της πρωτεύουσας, όπως αναφέραμε ο Κωνσταντίνος είχε χαράξει ο ίδιος και κατασκεύασε τείχος 4 χλμ προς το εσωτερικό της χώρας και επέκτεινε αντίστοιχα και το θαλάσσιο. Την εποχή του Θεοδόσιου Β΄, η πόλη είχε επεκταθεί πέρα από τα όρια του τείχους.

Ο ύπατος Ανθέμιος (ανώτερος διοικητής των ανατολικών επαρχιών) μεταξύ 408-413 προέβη στην κατασκευή νέας οχύρωσης αφού το παλιό τείχος του Κωνσταντίνου δεν κάλυπτε τις νέες ανάγκες της πόλης.20 Τα νέα χερσαία τείχη αποτέλεσαν γραμμή 8 χλμ. από την θάλασσα της Προποντίδας μέχρι τον Κεράτιο Κόλπο.

Όταν ένας σεισμός κατέστρεψε το τείχος, ο ύπατος Κωνσταντίνος το επισκεύασε το 439 και το ενίσχυσε με βαθιά τάφρο 15-20 μέτρων και με άλλο ένα τείχος με 96 ψηλούς πύργους, κυκλικούς ή τετράγωνους, που εξείχαν από τα τείχη 16 πόδια προς τα έξω και 8 πόδια σε ύψος.21 Στο νέο τείχος για την Κωνσταντινούπολη προβλέφθηκαν δέκα πύλες, αντί των τεσσάρων που θεωρούνταν αρκετές για τις περισσότερες πόλεις της εποχής.22 Ο ύπατος Κύρος ενίσχυσε και επέκτεινε το θαλάσσιο τείχος. Ο ίδιος Κύρος συνδέεται και με το νυχτερινό φωτισμό των δρόμων.23

Αργότερα, ο Αναστάσιος με σκοπό να προφυλάξει την πρωτεύουσα από ληστρικές επιδρομές Βουλγάρων και Σλάβων έκτισε ογδόντα χλμ. βορειοδυτικά της Κωνσταντινούπολης το λεγόμενο Μακρό Τείχος που ξεκινούσε από τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τελείωνε στη Μαύρη Θάλασσα, το οποίο όμως λόγω καταστροφών απέτυχε να συγκρατεί τον εχθρό μέχρι τα κύρια τείχη της Πόλης.24

Αρχή της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας είναι ότι η αυτοκρατορία αποτελεί αδιάσπαστη συνέχεια της παλαιάς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με ενιαία υπόσταση και διατηρούσε την αξίωση για παγκόσμια κυριαρχία με μόνη προσθήκη τον χριστιανικό προσανατολισμό, χωρίς να αλλοιώνεται η φυσιογνωμία του imperium romanum. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης δεν θεωρήθηκε θεμελίωση νέου κράτους αλλά απλά η διαφορετική πρωτεύουσα του υπάρχοντος Ρωμαϊκού.25

Για να εξασφαλίσει ότι η νέα πόλη θα γινόταν πραγματικά η πρώτη πόλη της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος άλλαξε και σχεδίασε ένα καινούργιο σύστημα διοίκησης, αντικαθιστώντας αξιωματούχους με ανθρώπους νέων αντιλήψεων. Η ιθύνουσα τάξη, δηλαδή η αυτοκρατορική αυλή και οι κυβερνητικοί κύκλοι αποτελούνταν από Ρωμαίους, ενώ οι ντόπιοι κάτοικοι αρχικά ήταν Έλληνες.26

Η ίδρυση νέας πρωτεύουσας με διαμονή ενός συνάρχοντα ή του μοναδικού αυτοκράτορα απαιτούσε οργάνωση κεντρικών υπηρεσιών τέτοια ώστε η Κωνσταντινούπολη να γινόταν διοικητικά ισότιμη με την Ρώμη.27 Το πρώτο μέτρο ήταν να αποσπαστεί η Κωνσταντινούπολη από την υπαγωγή της στον κυβερνήτη (praeses) της Θράκης και να γίνει αυτόνομη διοίκηση με διοικητή ανθύπατο.28

Η εξομοίωση των δυο πρωτευουσών έγινε περισσότερο επίσημη με την θέσπιση του θεσμού του επάρχου της πόλεως (preafectus urbi) το 359. Οι αρμοδιότητες του επάρχου της πόλεων αφορούσαν τις καθημερινές υπηρεσίες της πόλης, παρόμοιες με τα καθήκοντα του σημερινού δημάρχου, διευθυντή αστυνομίας και αγορανομίας, παράλληλα με δικαστικά καθήκοντα επί αστικών και ποινικών θεμάτων και έλεγχο της αγοράς και οικονομίας.29

Ο Κωνσταντίνος αντικατέστησε την τοπική βουλή με σύγκλητο σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, στην οποία έδωσε κάποια από τα προνόμια που είχε και η Ρωμαϊκή σύγκλητος, αλλά δεν της έδωσε την αρμοδιότητα να κυβερνάει. Η σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης είχε συγκροτηθεί με προσωπικό από παλιές συγκλητικές οικογένειες της Ρώμης, που είχαν πεισθεί να φύγουν από τη Ρώμη και να εγκατασταθούν στην Κωνσταντινούπολη. με παραχώρηση προνομίων και επιχορηγήσεων.30

Μετά από λίγα χρόνια πάντως, στη Σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης εκλέγονταν και μέλη που ανήκαν στους ανώτερους αξιωματούχους της αυλικής ιεραρχίας, πολλοί από τους οποίους ήταν ντόπιοι Έλληνες.31 Αρχικά η σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης θεωρούνταν υποδεέστερη της Ρώμης. Τα μέλη της είχαν τον τίτλο «λαμπροί» (clari) ενώ τα μέλη της Συγκλήτου της Ρώμης είχαν τον τίτλο «λαμπρότατοι» (clarissimi).32

Η εξίσωση της συγκλήτου της νέας πρωτεύουσας με αυτή της Ρώμης έγινε από τον Κωνστάντιο. Υποστηρίζεται ότι το 357 ο Κωνστάντιος όρισε ότι οι συγκλητικοί των επαρχιών Αχαίας, Μακεδονίας και Δακίας θα μετείχαν στην σύγκλητο της Κωνσταντινούπολης και όχι της Ρώμης όπως στο παρελθόν.33 Κατά τον Καραγιαννόπουλο αυτό δεν φαίνεται να ευσταθεί.34

Από τη βασιλεία του Κωνστάντιου και μετά ο αριθμός των Συγκλητικών επταπλασιάστηκε, καθώς οι κάτοχοι ανώτατων αξιωμάτων διατηρούσαν τον τίτλο και μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία ενώ τον αποκτούσαν και οι διάδοχοί τους σε αυτή. Η αύξηση αυτή επέφερε και μια αξιολογική διαφοροποίηση με νέους τίτλους ανώτερων συγκλητικών.35 Από τον 4ο αιώνα οι πολιτικοί και στρατιωτικοί δημόσιοι λειτουργοί έφεραν τίτλους συνδεδεμένους με το αξίωμά τους, που με τον καιρό υποτιμήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από νεότερους. Τον 6ο αιώνα τον τίτλο «λαμπρότατος» τον έφερε ο έπαρχος της πόλης αλλά είχε σταματήσει να χρησιμοποιείται για τους συγκλητικούς.36 Τον 4ο αιώνα τα δυο σώματα είχαν γίνει συμβουλευτικά, ετοιμάζοντας νόμους με τους οποίους είχαν βάσιμες ελπίδες ότι θα συμφωνούσε και υπέγραφε ο Αυτοκράτορας.37

Το Βυζάντιο υπαγόταν εκκλησιαστικά στην επισκοπή Ηρακλείας, και μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης δημιουργήθηκε τοπική επισκοπή. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος το 381 ανύψωσε την επισκοπή της Κωνσταντινούπολης σε Πατριαρχείο.38

Παραπομπές

  • 1 Α.Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Α΄, Πάπυρος, Αθήνα 1995, σ. 84
  • 2 Tamara Talbot Rice, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μετάφρ. Φ. Κ. Βώρου, Γ΄ έκδοση, Παπαδήμας, Αθήνα 1986, σ. 23.
  • 3 Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος , Δ΄ έκδοση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 69.
  • 4 Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τόμος Α΄, Β΄ έκδοση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 139.
  • 5 Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα 2004, σ. 29.
  • 6 Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 69.
  • 7 Andre Guillou, Ο βυζαντινός πολιτισμός, μετάφραση: Paolo Odorico – Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996, σ. 408.
  • 8 Rice, ό.π., σ. 22.
  • 9 Guillou, ό.π., σ. 409.
  • 10 Rice, ό.π., σ. 190.
  • 11 Rice, ό.π., σ. 191.
  • 12 Guillou, ό.π., σ. 414.
  • 13 Guillou, ό.π., σ. 414.
  • 14 Rice, ό.π., σ. 191.
  • 15 Rice, ό.π., σ. 208-209.
  • 16 Rice, ό.π., σ. 194-195.
  • 17 Rice, ό.π., σ. 197.
  • 18 Rice, ό.π., σ. 197-198.
  • 19 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σ. 136.
  • 20 Βασίλιεφ, ό.π., σ. 139-140.
  • 21 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σ. 192.
  • 22 Rice, ό.π., σ. 136.
  • 23 Βασίλιεφ, ό.π., σ. 140.
  • 24 Βασίλιεφ, ό.π., σ. 148.
  • 25 Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί…, σ. 30.
  • 26 Rice, ό.π., σ. 22.
  • 27 Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί…, σ. 52.
  • 28 Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 412.
  • 29 Guillou, ό.π., σ. 176.
  • 30 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σ. 140.
  • 31 Rice, ό.π., σ. 113.
  • 32 Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 412.
  • 33 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σ. 140.
  • 34 Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 412.
  • 35 Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 413.
  • 36 Guillou, ό.π., σ. 171.
  • 37 Rice, ό.π., σ. 113.
  • 38 Χριστοφιλοπούλου, Το πολίτευμα και οι θεσμοί…, σ. 20.
  • 39 Καραγιαννόπουλος, ό.π., σ. 70.
  • 40 Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, σ. 140.
Created by Alex Volkov