Συγκρότηση, λειτουργία και πολιτική σημασία του Κοινοβουλίου στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Γερμανία στο τέλος του 19ου αιώνα. Κοινωνικές ομάδες αντιπροσωπεύονται στο Κοινοβούλιο και ποια η πολιτική σημασία του Κοινοβουλίου σε κάθε μια από αυτές τις χώρες.
Το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα ήταν αυτό που προώθησαν οι φιλελεύθεροι αστοί. Οι προθέσεις τους ήταν ο περιορισμός των εξουσιών του μονάρχη έναντι μιας κυβέρνησης που στηριζόταν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και η διάκριση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Σταδιακά ο κοινοβουλευτισμός συνδέθηκε με το αίτημα για καθολική ψηφοφορία, κάτι το οποίο δυστροπούσαν να αποδεχτούν οι φιλελεύθεροι.[1]
Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το λίκνο του κοινοβουλευτισμού και μοντέλο πολιτικού φιλελευθερισμού. Το κοινοβούλιο αποτελούνταν, όπως και σήμερα, από δύο σώματα. Την Βουλή των Λόρδων και την Βουλή των Κοινοτήτων. Η Βουλή των Κοινοτήτων συγκροτούνταν με εκλογές. Το δικαίωμα ψήφου ήταν αρχικά περιορισμένο με βάση τα περιουσιακά στοιχεία και την φορολογία. Το 1884 το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε στα τρία τέταρτα του ανδρικού πληθυσμού.[2] Ωστόσο, διάφορες μέθοδοι χειραγώγησης του εκλογικού συστήματος περιόριζαν τεχνητά το εκλογικό σώμα. Μέχρι το 1914, με διάφορα τεχνάσματα, η μισή εργατική τάξη εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους.[3]
Η πραγματική δυνατότητα εκλογής στο κοινοβούλιο ήταν περιορισμένη, καθώς μέχρι το 1911 δεν προβλεπόταν βουλευτική αποζημίωση για τα μέλη του κοινοβουλίου.[4] Την πολιτική εξουσία ως μέλη του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης μονοπωλούσαν μεγαλοαστοί και μεγαλοευγενείς.[5]
Ο βασιλιάς είχε παραιτηθεί από το διορισμό του πρωθυπουργού. Το κόμμα που κέρδιζε τις εκλογές είχε άνετη πλειοψηφία. Έτσι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είχαν πάντα την εμπιστοσύνη της Βουλής των Κοινοτήτων. Οι υπουργοί ήταν υπόλογοι στο κοινοβούλιο, το οποίο έκανε συνετή χρήση των δικαιοδοσιών του και δεν προκαλούσε συχνές κυβερνητικές κρίσεις. Ο πρωθυπουργός είχε δικαίωμα να προσφύγει σε εκλογές.[6] Πρόβλημα ήταν οι εξουσίες της Βουλής των Λόρδων. Τα μέλη της ήταν οι αριστοκράτες, και οι θέσεις τους ήταν κληρονομικές. Η Βουλή των Λόρδων είχε δικαίωμα αρνησικυρίας έναντι νομοθεσίας που ψήφιζε η Βουλή των Κοινοτήτων. Το πρόβλημα διευθετήθηκε το 1911 με περιορισμό αυτού του δικαιώματος, μετά από μια σημαντική πολιτική κρίση σχετικά με τον προϋπολογισμό του 1909.[7]
Η αναγνώριση της ευθύνης της κυβέρνησης έναντι του κοινοβουλίου, προώθησε ένα σύστημα στο οποίο, όταν ένα νομοθετικό πρόγραμμα δεν τύγχανε την έγκριση του κοινοβουλίου, η κυβέρνηση παραιτούνταν παραχωρώντας την εξουσία στον αντίπαλο κόμμα, που όμως δεν είχε την πλειοψηφία. Εναλλακτικά μπορούσε να γίνει διάλυση της Βουλής και προσφυγή σε εκλογές. Το χαρακτηριστικό αυτό, ήταν ένας από τους παράγοντες σταθερότητας που διέκρινε την αγγλική πολιτική.[8]
Η Γαλλία ήταν η μητέρα των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Το εκλογικό σώμα ήταν εξ ορισμού ευρύ, καθώς το καθολικό δικαίωμα ψήφου θεσπίστηκε το 1848, αν και εφαρμόστηκε μετά το 1875.[9] Το δημοκρατικό σύστημα, συμπιεσμένο από τους μοναρχικούς και τους εθνικιστές από την μία, και από αριστερές επαναστατικές δυνάμεις από την άλλη, στηρίχτηκε στην μεσαία τάξη και τους αγρότες οι οποίοι επέβαλλαν μέσω του κοινοβουλίου ένα κοινωνικό πρόγραμμα και την θέσπιση πολιτικών ελευθεριών.[10]
Το Σύνταγμα του 1875 οδήγησε στην απόλυτη κυριαρχία του κοινοβουλίου. Καθώς ο πρωθυπουργός της Γαλλίας δεν είχε δικαίωμα να διαλύσει την Βουλή για να προσφύγει σε εκλογές, ήταν έρμαιο στις διαθέσεις των βουλευτών.[11] Μπορούσαν να καταψηφίσουν οποιαδήποτε νομοθεσία και να άρουν την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση, χωρίς να διακινδυνεύουν την πρόκληση εκλογών. Έτσι, από το 1875 έως το 1915 σχηματίστηκαν 52 κυβερνητικοί σχηματισμοί.[12] Πολλές από αυτές τις κυβερνήσεις απέφευγαν να προκαλέσουν συγκρούσεις για να μην διακινδυνέψουν την επιβίωσή τους.[13]
Στην Πρωσία, ο Βίσμαρκ κατέστησε την Γερμανική Ενοποίηση πολιτικό στόχο ακόμη και για τους φιλελεύθερους αστούς.[14] Μετά την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, τα ομόσπονδα κράτη διατήρησαν ένα μέρος από τον έλεγχο των εξουσιών τους, όπως η εκπαίδευση, η οδοποιία, η αστυνομία και άλλες τοπικές υπηρεσίες.[15] Ωστόσο την κύρια εξουσία την ασκούσε ο αυτοκράτορας, διόριζε τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι μόνο έναντι του αυτοκράτορα που κατεύθυνε και ήλεγχε το κυβερνητικό έργο.[16]
Το κοινοβούλιο εκτελούσε νομοθετικό έργο από την άποψη ότι ενέκρινε ή απέρριπτε προτάσεις νόμων του αυτοκράτορα ή της κυβέρνησης, αλλά δεν μπορούσε να νομοθετήσει με δική του πρωτοβουλία. Συνεπώς, όταν ο Βίσμαρκ δεν μπορούσε να περάσει μια νομοθεσία, βασιζόταν στην απειλή διάλυσης της βουλής ή την αναμονή για την επίτευξη του σκοπού του.[17]
Παρά την εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας από το 1871, το εκλογικό σύστημα διατηρούσε τα πολιτικά προνόμια των μεγαλογαιοκτημόνων.[18] Ο εθνικιστικός αγώνας που εξαπόλυσε ο Βίσμαρκ κατά των καθολικών δημιούργησε μια αντίδραση που οδήγησε το Καθολικό Κόμμα στο να γίνει το μεγαλύτερο. Χαλάρωσε λοιπόν τις διώξεις, προκειμένου να χρησιμοποιήσει την υποστήριξή αυτού του κόμματος σε άλλα ζητήματα, και κυρίως έναντι των σοσιαλιστών.[19] Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αποκλείστηκε από τις εκλογές στο διάστημα 1878-1890.[20] Παράλληλα όμως με τις διώξεις κατά των σοσιαλιστών, εφάρμοσε και ένα κοινωνικό πρόγραμμα πολύ προοδευτικό προκειμένου να αποδυναμώσει τα αιτήματά τους.[21]
Παρά τις διώξεις, οι σοσιαλδημοκράτες είχαν συνεχώς αυξανόμενη επιρροή, ενώ αντίστοιχα οι συντηρητικοί το διάστημα 1881-1912 έχασαν το 50% του συνόλου των ψήφων τους.[22] Το 1890 ο Βίσμαρκ αποπέμφθηκε από τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήθελε να ισχυροποιήσει την απόλυτη διακυβέρνησή του. Αδιαφορώντας ο αυτοκράτορας, για τις σχέσεις του με την μικροαστική και την εργατική τάξη και τις απαιτήσεις των σοσιαλδημοκρατών και των προοδευτικών για έλεγχο του πρωθυπουργού από το κοινοβούλιο, προκάλεσε ένα ρήγμα στην ενότητα της Γερμανίας.[23]
Στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η κοινοβουλευτική λειτουργία στα τρία κράτη που εξετάσαμε είχε βαθύτατες διαφορές, με διαφορετικά προβλήματα στο κάθε ένα. Στο παράδειγμα κοινοβουλευτισμού, την Βρετανία, πολύ δυναμικό ήταν το κίνημα για την γυναικεία ψήφο,[24] σε μια εποχή όπου μόλις είχε δοθεί καθολικό δικαίωμα ψήφου στους άνδρες. Αλλά και άλλα κινήματα παρέμεναν καθηλωμένα από τον δικομματισμό και την μετριοπάθεια των πολιτικών κομμάτων. Το κίνημα για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας παρέμενε μετέωρο. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων κατόρθωσε να αναστείλει την ανάπτυξη ενός μαζικού Εργατικού Κόμματος πριν το 1914, και αυτό που υπήρχε μέχρι τότε, βάδιζε σε φιλελεύθερη πορεία.[25] Η σταθερότητα της βρετανικής πολιτικής βασιζόταν στην συναίνεση του κοινοβουλίου με την κυβέρνηση στα βασικά θέματα, χάρη στην ισορροπία δύναμης που προσέφερε η δυνατότητα προσφυγής στις κάλπες.
Στα άλλα δύο κράτη, την Γαλλία και την Γερμανία, η πολιτική ισχύς του κοινοβουλίου ήταν διαμετρικά αντίθετη. Στην Γαλλία, η αδυναμία των κυβερνήσεων έναντι του κοινοβουλίου, τις οδήγησε στην μετριοπάθεια, την αστάθεια και την διαφθορά. Αυτό δημιουργούσε πολιτικές εντάσεις και η σχετική σταθερότητα της γαλλικής πολιτικής στηρίχτηκε στην παραχώρηση πολιτικών ελευθεριών και την ισορροπία μεταξύ ενός δειλού κοινωνικού προγράμματος και ενός συντηρητικού εθνικισμού.[26]
Στην Γερμανία, το ατελές κοινοβουλευτικό σύστημα που επιβλήθηκε επέτρεπε στον Βίσμαρκ, αλλά και τις κυβερνήσεις που τον ακολούθησαν, να ελίσσονται στηριζόμενοι σε εναλλασσόμενες πλειοψηφίες.[27] Η χειραγώγηση του συστήματος από τον αυτοκράτορα είχε ως συνέπεια μια όλο και αυξανόμενη αντίθεση σε αυτό το καθεστώς. Όταν η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση απέκτησε την πλειοψηφία στην βουλή, η Γερμανία βρέθηκε μπροστά σε μια πολιτική κρίση την οποία ανέκοψε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.[28]
Το σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ικανοποιούσε τις άρχουσες τάξεις επειδή ήταν συμβατό με την πολιτική και οικονομική σταθερότητα των καπιταλιστικών καθεστώτων.[29] Δεν ικανοποιούσε όμως τις τάξεις των κοινωνικών αγώνων, αφού όσο ήταν ατελές, η χειραγώγησή του είτε από τους φιλελεύθερους και συντηρητικούς όπως στην Γαλλία, είτε από τον μονάρχη στην Γερμανία, δεν μπορούσε να οδηγήσει στην επίτευξη των δικών τους στόχων ακόμη και εκεί όπου ήταν πλειοψηφία. Οι ατέλειες του κοινοβουλευτισμού μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα ακόμη και σε κράτη με ώριμο κοινοβουλευτισμό όπως στην Βρετανία, με την κρίση του 1909-1911.
Παραπομπές
- Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, β’ τόμ., ΕΑΠ, Πάτρα, 1999, σσ. 96-97
- Burns Edward, Ευρωπαϊκή ιστορία: Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, β΄ τόμ., εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2005, σ. 230.
- Hobsbawm E.J., Η Εποχή των Αυτοκρατοριών, 1875-1914, ΜΙΕΤ, 2000, σ. 140.
- Muller Michael, «Κράτος και πολίτες», Αρβελέρ Ελένη – Aymard Maurice (επιμ.), Οι Ευρωπαίοι, μεταφρ. Πάρης Μπουρλάκης, β’ τόμ., γ’ έκδ., εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σ. 244.
- Ράπτης, ο.π., σ. 134.
- Ράπτης, ο.π., σ. 134.
- Ράπτης, ο.π., σ. 100 και Burns, ο.π., σ. 233.
- Burns, ο.π., σ. 231.
- Ράπτης, ο.π., σ. 99.
- Berstein Serge – Milza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, τομ. β’, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997, σ. 214.
- Ράπτης, ο.π., σ. 135.
- Ράπτης, ο.π., σ. 135 και Hobsbawm, ο.π., σ. 156.
- Berstein-Milza, ο.π., σ. 213.
- Ράπτης, ο.π., σ. 81.
- Burns, ο.π., σ. 221.
- Ράπτης, ο.π., σ. 100.
- Burns, ο.π., σ. 221.
- Ράπτης, ο.π., σ. 100.
- Burns, ο.π., σ. 223.
- Ράπτης, ο.π., σ. 99.
- Burns, ο.π., σσ. 223-224.
- Hobsbawm, ο.π., σ. 168.
- Burns, ο.π., σ. 225.
- Ράπτης, ο.π., σ. 134.
- Hobsbawm, ο.π., σσ. 151-152.
- Berstein-Milza, ο.π., σ. 214.
- Berstein-Milza, ο.π., σ. 218.
- Burns, ο.π., σ. 225.
- Hobsbawm, ο.π., σ. 176.
Βιβλιογραφία
- Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, α’ τόμος, ΕΑΠ, Πάτρα, 1999
- Berstein Serge – Milza Pierre, Ιστορία της Ευρώπης, β’ τομ., εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997
- Burns Edward, Ευρωπαϊκή ιστορία: Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης, β’ τόμ., εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Hobsbawm E.J., Η Εποχή των Αυτοκρατοριών, 1875-1914, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000.
- Muller Michael, «Κράτος και πολίτες», Αρβελέρ Ελένη – Aymard Maurice (επιμ.), Οι Ευρωπαίοι, μεταφρ. Πάρης Μπουρλάκης, β’ τόμ., γ’ έκδ., εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σσ. 232-247.